ἀσύγγραφος

ἀσύγγραφος
ἀσύγγρᾰφος, ον,
A without bond,

ἀσύγγραφα δανείζεσθαι D.S.1.79

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασύγγραφος — ἀσύγγραφος, ον (Α) [σύγγραφος] χωρίς συγγραφή ή γραπτή συμφωνία …   Dictionary of Greek

  • ἀσύγγραφα — ἀσύγγραφος without bond neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”